φύλλα πουλημένης έκφρασης
φιγουράρουν αποβλακωτικά
πίσω από πάγκους
με χυμένα σκουπίδια.
Έγινε το rock στοίβες αποτσίγαρων
από πελάτες pub
που τραβολογιούνται
από τα ίδια και τα ίδια
από χιλιοτυπωμένες φάτσες
λόγια και παραγγελιές
για κανάλια φυγής.
Ταβέρνα, καφετέρια, pub,
στρατόπεδο, σπίτι
Κόλλησαν όλα στο μυαλό μου
σαν χυμένοι καφέδες
ξεραμένοι στα ίδια και τα ίδια
λουστραρισμένα τραπεζάκια.
Έμποροι μεταπουλούν
την ευχαρίστηση
με δόσεις άφιλτρων χειμάρρων κοροϊδίας
σ' αντάλλαγμα χρυσάφι
και πιοτό για παραλλαγή.
Ο χοντρός με την κοιλιά
με λιγουρεύεται
ασθμαίνοντας μια ανάγκη μου
κολλημένο κατοστάρικο
στη γυαλιστερή καράφλα του.
Ένα τσιγαράκι ρε φίλε.
Ένα τσιγαράκι ακόμη.
Να το κόψω.
Να κόψω τον πονοκέφαλο
που τσεκουρώνει ύπουλα
το κανάλι των σπερμάτων.
Φαντάρια με μπλουζάκια
παρελθοντολογικών νοήσεων
μυρηκάζουν χαμένες ανάσες
μέσα σε στενά μπλου-τζιν
που ξεβάφουν
αίμα και θειάφι.
Ξεράσματα ποτάσας
ζητούν κατοικία
ζάχαρες λύτρωσης
μιλώντας για κόσμους
γαλήνιους, μπατσοφορεμένους
με περιπολικά
σε περιπολίες στα στέκια
στα στέκια που αλήτες
αλήτες αλλάζουν
την πορεία στο αίμα τους.
Να θυμηθείς ρε, να παραβγούμε
στο τρέξιμο
σε μια έρημη αμμουδιά
να μη μας βλέπει κανένας
με πεθαμένα κοχύλια,
να ξεφυσήσουμε
νικοτίνη και σιχαμάρα
στα σπλάχνα τους
Να ουρλιάξουμε
ματώνοντας το λαιμό μας
για όλα τα χαμένα βράδια μας
Να ουρλιάξουμε...
Νεκροκεφαλές σε μηχανάκια
ψάχνουν σάρκα απ' τη σάρκα μας.
Ξεράθηκαν τα χείλη μας
μιλώντας
για τα ίδια και τα ίδια
κι εσύ κοριτσάκι
να μην έχεις καταλάβει τίποτα
τίποτα να μην έχεις καταλάβει
Παρά να φεύγεις μακριά
ξεπουλώντας, αυνανίζοντας
όλα τα βράδια που σου χάρισα
με το κορμί μου,με τα χείλη μου
σ' όλες τις κοινωνικές
τις μασημένες σεμνότητες
των ιριδικών καταπιέσεων.
Να σε σεργιανίσω σ' όλους τους τάφους
που λυτρώθηκαν
φτωχοί αυτόχειρες
στρατιώτες εικοσάχρονοι
με μελανιασμένες κατανοήσεις
φτωχοί αυτόχειρες...
με χυμένα σκουπίδια.
Έγινε το rock στοίβες αποτσίγαρων
από πελάτες pub
που τραβολογιούνται
από τα ίδια και τα ίδια
από χιλιοτυπωμένες φάτσες
λόγια και παραγγελιές
για κανάλια φυγής.
Ταβέρνα, καφετέρια, pub,
στρατόπεδο, σπίτι
Κόλλησαν όλα στο μυαλό μου
σαν χυμένοι καφέδες
ξεραμένοι στα ίδια και τα ίδια
λουστραρισμένα τραπεζάκια.
Έμποροι μεταπουλούν
την ευχαρίστηση
με δόσεις άφιλτρων χειμάρρων κοροϊδίας
σ' αντάλλαγμα χρυσάφι
και πιοτό για παραλλαγή.
Ο χοντρός με την κοιλιά
με λιγουρεύεται
ασθμαίνοντας μια ανάγκη μου
κολλημένο κατοστάρικο
στη γυαλιστερή καράφλα του.
Ένα τσιγαράκι ρε φίλε.
Ένα τσιγαράκι ακόμη.
Να το κόψω.
Να κόψω τον πονοκέφαλο
που τσεκουρώνει ύπουλα
το κανάλι των σπερμάτων.
Φαντάρια με μπλουζάκια
παρελθοντολογικών νοήσεων
μυρηκάζουν χαμένες ανάσες
μέσα σε στενά μπλου-τζιν
που ξεβάφουν
αίμα και θειάφι.
Ξεράσματα ποτάσας
ζητούν κατοικία
ζάχαρες λύτρωσης
μιλώντας για κόσμους
γαλήνιους, μπατσοφορεμένους
με περιπολικά
σε περιπολίες στα στέκια
στα στέκια που αλήτες
αλήτες αλλάζουν
την πορεία στο αίμα τους.
Να θυμηθείς ρε, να παραβγούμε
στο τρέξιμο
σε μια έρημη αμμουδιά
να μη μας βλέπει κανένας
με πεθαμένα κοχύλια,
να ξεφυσήσουμε
νικοτίνη και σιχαμάρα
στα σπλάχνα τους
Να ουρλιάξουμε
ματώνοντας το λαιμό μας
για όλα τα χαμένα βράδια μας
Να ουρλιάξουμε...
Νεκροκεφαλές σε μηχανάκια
ψάχνουν σάρκα απ' τη σάρκα μας.
Ξεράθηκαν τα χείλη μας
μιλώντας
για τα ίδια και τα ίδια
κι εσύ κοριτσάκι
να μην έχεις καταλάβει τίποτα
τίποτα να μην έχεις καταλάβει
Παρά να φεύγεις μακριά
ξεπουλώντας, αυνανίζοντας
όλα τα βράδια που σου χάρισα
με το κορμί μου,με τα χείλη μου
σ' όλες τις κοινωνικές
τις μασημένες σεμνότητες
των ιριδικών καταπιέσεων.
Να σε σεργιανίσω σ' όλους τους τάφους
που λυτρώθηκαν
φτωχοί αυτόχειρες
στρατιώτες εικοσάχρονοι
με μελανιασμένες κατανοήσεις
φτωχοί αυτόχειρες...